φαινόμενος

φαινόμενος
-ένη, -ο, Ν
βλ. φαίνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαινόμενος — φαίνω A ren. pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

  • PALAEMON — I. PALAEMON Grammaticus Vicentinus, qui Romae vixit, sub Tiberio et Claudio Imepratorib. tantâ vir arrogantiâ, ut M. Varronem porcum appellaret; secum autem et natas et morituras literas iactaret. Luxuriae quoque ita indulsit, ut saepius in die… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… …   Dictionary of Greek

  • ευλαβής — ές (ΑΜ εὐλαβής, ές) πλήρης σεβασμού προς τα θεία, ευσεβής, θεοσεβής («ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές α) ευλάβεια, αφοσίωση («τὸ εὐλαβὲς τῆς περὶ τὸν θεῑον φόβον διαθέσεως», Ευσ.) β) ο φόβος, το δέος… …   Dictionary of Greek

  • μονοφανής — μονοφανής, ές, ιων. μουνοφανής (Α) ο μόνος φαινόμενος, ο μόνος ορατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φανής< φαίνομαι), πρβλ. δια φανής] …   Dictionary of Greek

  • οξύμωρος — η, ο (Α ὀξύμωρος, ον) 1. ο κατά έντονο τρόπο φαινόμενος μωρός, ο φαινομενικά ανόητος, αλλά στην πραγματικότητα ευφυής 2. φρ. «οξύμωρο σχήμα» γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο συνάπτονται έννοιες αντιφατικές, που αποκλείουν η μία την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • τηλαυγής — Φιλόσοφος από τη Σάμο, γιος του Πυθαγόρα, δάσκαλος του Εμπεδοκλή. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει ότι ο Τ. δεν έγραψε κανένα έργο. Άλλες πηγές τον θέλουν συγγραφέα των έργων Τετρακτύς και Περί θεών ή Ιερός λόγος. * * * ές, ΝΜΑ αυτός που φέγγει σε… …   Dictionary of Greek

  • φαινομένως — Α επίρρ. κατά τα φαινόμενα, φαινομενικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόμενος, μτχ. ενεστ. τού ρ. φαίνομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԵՒԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 0678 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c, 12c ա. φαινόμενος, ὀρατός, ἑπιφανής եւն. visibilis, conspicuus, illustris եւն. Որ երեւի աչաց. զգալի. յայտնի. տեսանելի. աչքի տակ ընկած. ... *Յաներեւութից… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”